ἐπαινέσει

ἐπαινέσει
ἐπαίνεσις
praise
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐπαινέσεϊ , ἐπαίνεσις
praise
fem dat sg (epic)
ἐπαίνεσις
praise
fem dat sg (attic ionic)
ἐπαινέω
approve
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐπαινέω
approve
fut ind mid 2nd sg (attic)
ἐπαινέω
approve
fut ind act 3rd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του …   Dictionary of Greek

  • Προκόπιος — I Oνομασία αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιερουσαλήμ και έδρασε επί Διοκλητιανού (284 – 305). Με τη μεσιτεία της μητέρας του, η οποία ήταν εθνική, διορίστηκε σε διοικητική θέση στην Αλεξάνδρεια, όπου του ανέθεσαν τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”